πιόνι

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119

Greek Monolingual

το, Ν
1. καθεμιά από τις οκτώ φιγούρες του σκακιού
2. (κατ' επέκτ.) καθένα από τα πούλια άλλων παιχνιδιών, όπως λ.χ. της ντάμας
3. μτφ. (για πρόσ.) άβουλος άνθρωπος που γίνεται όργανο τών άλλων, τσιράκι («έχει γίνει το πιόνι σου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pion «πεζός στρατιώτης, πεσσός» (< λατ. pes, pedis «πόδι»)].