πιόσιμο

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. η ενέργεια του πίνω, η πόση
2. (με ειδική σημ.) η οινοποσία
3. η γεύση που προκαλείται από το ποτό («το κρασί δεν έχει καλό πιόσιμο» — το κρασί δεν αφήνει ωραία γεύση στο στόμα)
4. ως επίθ. αυτό που μπορεί κανείς να πιει, το πόσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. του αρχ. επιθέτου πόσιμος κατ' επίδραση της υποτακτικής αορ. (να, θα) πιω (πρβλ. πιόμα) του πίνω.