πλαγιοφυλακή
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν
στρ. μονάδα πεζικού, ή ιππικού παλαιότερα, ή και απόσπασμα, που καλύπτει τα πλευρά, δεξιό και αριστερό, μιας κινούμενης φάλαγγας, με σκοπό την προστασία της από πλευρική εχθρική προσβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + φυλακή (πρβλ. οπισθοφυλακή). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Κλ. Κλεομένους].