πλαγκτόν
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
Greek Monolingual
το, Ν
βιολ. το σύνολο τών υδρόβιων οργανισμών, τόσο της θάλασσας όσο και τών γλυκών νερών, οι οποίοι επειδή δεν μετακινούνται ενεργητικά ή είναι πολύ μικροί ή πολύ αδύναμοι για να κολυμπήσουν ενάντια στο ρεύμα, απλώς επιπλέουν και παρασύρονται από το ρεύμα του νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plankton < πλαγκτόν, ουδ. του ρημ. επιθ. πλαγκτός < πλάζω.