πλατύκαρπος

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτύκαρπος Medium diacritics: πλατύκαρπος Low diacritics: πλατύκαρπος Capitals: ΠΛΑΤΥΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: platýkarpos Transliteration B: platykarpos Transliteration C: platykarpos Beta Code: platu/karpos

English (LSJ)

πλατύκαρπον, with flat fruit, v.l. in Dsc.3.144.

German (Pape)

[Seite 627] mit breiter Frucht, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτύκαρπος: -ον, ὁ ἔχων πλατὺν καρπόν, Διοσκ. 3. 161.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για φυτό) αυτός που έχει πλατιούς καρπούς («φύλλα ἔχει πλατυκάρπῳ πράσσῳ ὅμοια», Διοσκ.).