πλεονεκτητέον
From LSJ
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
English (LSJ)
one must take more than one's share, Pl.Grg. 490c.
Greek (Liddell-Scott)
πλεονεκτητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ πλεονεκτῶ, δεῖ πλεονεκτεῖν, Πλάτ. Γοργ. 490C.
Greek Monotonic
πλεονεκτητέον: ρημ. επίθ. του πλεονεκτέω, αυτός που μπορεί να πάρει περισσότερο από το μεριδιο που του αναλογεί, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλεονεκτητέον, adj. verb. van πλεονεκτέω, men moet een groter deel krijgen.