πλεονεκτητέον

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλεονεκτητέον Medium diacritics: πλεονεκτητέον Low diacritics: πλεονεκτητέον Capitals: ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΤΕΟΝ
Transliteration A: pleonektētéon Transliteration B: pleonektēteon Transliteration C: pleonektiteon Beta Code: pleonekthte/on

English (LSJ)

one must take more than one's share, Pl.Grg. 490c.

Greek (Liddell-Scott)

πλεονεκτητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ πλεονεκτῶ, δεῖ πλεονεκτεῖν, Πλάτ. Γοργ. 490C.

Greek Monotonic

πλεονεκτητέον: ρημ. επίθ. του πλεονεκτέω, αυτός που μπορεί να πάρει περισσότερο από το μεριδιο που του αναλογεί, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλεονεκτητέον, adj. verb. van πλεονεκτέω, men moet een groter deel krijgen.