πνευματοκλήτωρ

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

Greek Monolingual

-ωρος, ὁ, ἡ, ΝΜΑ
αυτός που επικαλείται το Άγιο Πνεύμα για να τον επιφοιτήσει, να του προσφέρει τη χάρη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος + κλήτωρ (< καλῶ)].