πνευμονιόκοκκος

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407

Greek Monolingual

και πνευμονόκοκκος, ο, Ν
ιατρ. γενική ονομασία ομάδας παθογόνων βακτηρίων, ο συχνότερος παθογόνος παράγοντας της πνευμονίας, γνωστός με την επιστημονική ονομασία Streptococcus pneumoniae.