πνευμονώδης

From LSJ

Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist

Menander, Monostichoi, 339
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πνευμονώδης Medium diacritics: πνευμονώδης Low diacritics: πνευμονώδης Capitals: ΠΝΕΥΜΟΝΩΔΗΣ
Transliteration A: pneumonṓdēs Transliteration B: pneumonōdēs Transliteration C: pnevmonodis Beta Code: pneumonw/dhs

English (LSJ)

ες, v. πλευμονώδης.

German (Pape)

[Seite 640] ες, lungenartig, schwammig, Arist. H. A. 5, 16.

Greek (Liddell-Scott)

πνευμονώδης: -ες, διάφ. γραφ. ἀντὶ πλευμονώδης.

Greek Monolingual

και πλευμονώδης, -ες, Α πνεύμων/πλεύμων, -ονος]
αυτός που μοιάζει με τους πνεύμονες, που έχει εμφάνιση πνεύμονα.