πνικτήρ

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πνικτήρ Medium diacritics: πνικτήρ Low diacritics: πνικτήρ Capitals: ΠΝΙΚΤΗΡ
Transliteration A: pniktḗr Transliteration B: pniktēr Transliteration C: pniktir Beta Code: pnikth/r

English (LSJ)

πνικτῆρος, ὁ, choking, κόρυμβος Nonn. D. 21.62; πόνος, of wrestling, ib.37.607.

German (Pape)

[Seite 641] ῆρος, ὁ, der Erstickende, Nonn. D. 21, 60.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
1. αυτός που πνίγει
2. (σχετικά με πάλη) πόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνίγω + επίθημα -τήρ (πρβλ. φρακτήρ)].