Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
-άω / ποδοκτυπῶ -έω, ΝΜ, και ποδοχτυπώ Ν
νεοελλ.
(για υποζύγια) σηκώνω και χτυπώ έντονα τα μπροστινά πόδια στο έδαφος, ενώ είμαι σταματημένος
μσν.
(για χορευτή) χτυπώ δυνατά τα πόδια στο δάπεδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -κτυπῶ (< -κτύπος < κτυπῶ), πρβλ. μυδροκτυπώ].