ποικιλοτέχνης

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλοτέχνης Medium diacritics: ποικιλοτέχνης Low diacritics: ποικιλοτέχνης Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΤΕΧΝΗΣ
Transliteration A: poikilotéchnēs Transliteration B: poikilotechnēs Transliteration C: poikilotechnis Beta Code: poikilote/xnhs

English (LSJ)

ποικιλοτέχνου, ὁ, skilled in various arts, Tryph. 536.

German (Pape)

[Seite 650] ὁ, der mannichfach Kunstreiche; Tryphiod. 536 nennt so die Bienen.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλοτέχνης: -ου, ὁ πεπειραμένος, δεξιὸς εἰς ποικίλας τέχνας, Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-) 536.

Greek Monolingual

ὁ, Α
έμπειρος, ικανός σε ποικίλες τέχνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. αριστοτέχνης].