ποιμασία

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποιμᾰσία Medium diacritics: ποιμασία Low diacritics: ποιμασία Capitals: ΠΟΙΜΑΣΙΑ
Transliteration A: poimasía Transliteration B: poimasia Transliteration C: poimasia Beta Code: poimasi/a

English (LSJ)

ἡ, feeding, tending, Ph.1.594,596.

German (Pape)

[Seite 651] ἡ, das Weiden, Hüten, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ποιμᾰσία: ἡ, τὸ ποιμαίνειν, περιποιεῖσθαι, διαφυλάττειν, Φίλων 1. 594, 596.

Greek Monolingual

ἡ, Α
φροντίδα, περιποίηση ή διαφύλαξηποιμασία γὰρ ἐστι Θεοῦ», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιμαίνω + κατάλ. -σία].