πολεμία

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander

German (Pape)

[Seite 653] ἡ, s. πολέμιος 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
v. πολέμιος.

Russian (Dvoretsky)

πολεμία: ἡ (sc. γῆ) неприятельская территория Xen.

Greek (Liddell-Scott)

πολεμία: ἡ, ἴδε πολέμιος, ΙΙΙ.

Greek Monotonic

πολεμία: ἡ, βλ. πολέμιος III.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολεμία -ας, ἡ zie πολέμιος.