πολισμός

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολισμός Medium diacritics: πολισμός Low diacritics: πολισμός Capitals: ΠΟΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: polismós Transliteration B: polismos Transliteration C: polismos Beta Code: polismo/s

English (LSJ)

ὁ, building of a city, D.H.1.57,59; π. τῆς Ῥώμης Lyd.Mag.1.2.

German (Pape)

[Seite 656] ὁ, das Erbauen einer Stadt, D. Hal. 1, 59.

Greek (Liddell-Scott)

πολισμός: ὁ, (πολίζω) ἡ κτίσις ἢ συνοικισμὸς πόλεως, Διον. Ἁλ. 1. 57, 59.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ πολίζω
ίδρυση πόλης.