πολυάρχιος

From LSJ

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠάρχιος Medium diacritics: πολυάρχιος Low diacritics: πολυάρχιος Capitals: ΠΟΛΥΑΡΧΙΟΣ
Transliteration A: polyárchios Transliteration B: polyarchios Transliteration C: polyarchios Beta Code: polua/rxios

English (LSJ)

πολυάρχιον, invented by the physician Polyarchus, μάλαγμα π. Sor.2.32, Gal.13.184.

Greek Monolingual

-ον, Α Πολύαρχος
1. αυτός που έχει εφευρεθεί απ' τον φυσικό Πολύαρχο
2. είδος αλοιφής, καταπλάσματος.