πολυάρχιος
From LSJ
Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst
English (LSJ)
πολυάρχιον, invented by the physician Polyarchus, μάλαγμα π. Sor.2.32, Gal.13.184.
Greek Monolingual
-ον, Α Πολύαρχος
1. αυτός που έχει εφευρεθεί απ' τον φυσικό Πολύαρχο
2. είδος αλοιφής, καταπλάσματος.