πολυτροφία
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
ἡ, excess of nourishment, Thphr. CP 6.16.4, Aret.CA1.2.
German (Pape)
[Seite 675] ἡ, Fülle der Nahrungsmittel, Theophr.; auch f. L. statt πολυστροφία, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
πολυτροφία: ἡ, ὑπερβολὴ τροφῆς, ὑπερτροφία, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 15, 4, Κλήμ. Ἀλ. 176.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ πολύτροφος
υπερβολική λήψη τροφής, υπερσιτισμός.