Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολύχεσος

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́χεσος Medium diacritics: πολύχεσος Low diacritics: πολύχεσος Capitals: ΠΟΛΥΧΕΣΟΣ
Transliteration A: polýchesos Transliteration B: polychesos Transliteration C: polychesos Beta Code: polu/xesos

English (LSJ)

πολύχεσον, (χέζω): πολύχεσον νόσημα diarrhoea, Com. Adesp. 19.

German (Pape)

[Seite 677] den Durchfall habend, νόσος, der Durchfall, Suid. aus einem Dichter.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχεσος: -ον, (χέζω)· πολύχεσον νόσημα, ἡ διάρροια, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 365, Σουΐδ. ἐν λ. ἀπηλλάγησαν.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που επιφέρει πολλές κενώσεις, που προκαλεί συχνές αποπατήσεις («ἀπηλλάγημεν πολυχέσου νοσήματος», Κωμ. Αδέσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + χέζω + επίθημα -σος, κατά το κόμπα-σος].