ποντίφεξ
From LSJ
Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb
English (LSJ)
-φικος, ὁ, pontifex, SIG 857 (Eleusis, ii AD).
Russian (Dvoretsky)
ποντίφεξ: и ποντίφιξ, ικος ὁ Plut. = лат. pontifex.
Greek (Liddell-Scott)
ποντίφεξ: ὁ, = τῷ Ρωμαϊκῷ pontifex, ἀρχιερεύς, Ἰω. Λυδ. περὶ Μην. 4. 63, Συλλ. Ἐπιγρ. 4033. 2, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-ικος, ὁ, Α
βλ. ποντίφηκας.