πονόδοντος

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
πόνος του δοντιού, οδονταλγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + δόντι κατ' αντιστροφή του οδοντόπονος από τη νεώτερη συντακτική εκφορά: πόνος δοντιού (πρβλ. και πονο-κέφαλος, πονό-κοιλος)].