πορφυρίνη

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. συν. στον πληθ. οι πορφυρίνες
(βιοχ.) υδατοδιαλυτές αζωτούχες βιολογικές χρωστικές, ή βιοχρώματα, τα παράγωγα τών οποίων περιλαμβάνουν τις αιμοπρωτεΐνες, τις αιμοσφαιρίνες, τα κυτοχρώματα και την καταλάση και οι οποίες, ανάλογα με την υποκατάσταση τών ριζών του πυρρολικού δακτυλίου διακρίνονται σε αιτιοπορφυρίνες, ουροπορφυρίνες, και κοπροπορφυρίνες.