πορφυροεργής
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
English (LSJ)
πορφυροεργές, wrought of purple, EM63.46.
German (Pape)
[Seite 686] ές, in Purpur arbeitend, E. M.
Greek (Liddell-Scott)
πορφῠροεργής: -ές, ὁ ἐκ πορφύρας εἰργασμένος, Ἐτυμολ. Μέγ. 63. 46.
Greek Monolingual
-ές, Α
κατασκευασμένος με πορφύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -εργής (< ἔργον)].