πουπουλένιος

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. αυτός που είναι γεμάτος με πούπουλα («πουπουλένιο μαξιλάρι»)
2. αυτός που έχει κατασκευαστεί από πούπουλα
3. μτφ. πάρα πολύ ελαφρός και μαλακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούπουλο + κατάλ. -ένιος (πρβλ. μαρμαρένιος)].