πρίγκιπας

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source

Greek Monolingual

ο / πρίγκιψ, -ιπος, ΝΜΑ, και πρίγκηπας, θηλ. πριγκίπισσα και πριγκιπέσσα, Ν, πρίγκιπας, πρίγκιπος και πριγκίπιος, και τ. πληθ. πριγκιπάδες, Μ
νεοελλ.-μσν.
τίτλος κοινωνικής διάκρισης ο οποίος γενικά απονεμόταν σε παιδιά βασιλιά ή και σε άλλα μέλη βασιλικής οικογένειας
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) υψηλού βαθμού τίτλος ευγενείας απονεμόμενος σε πρόσωπο που ασκεί πλήρη ή σχεδόν πλήρη κυριαρχική εξουσία ή φερόμενος από μέλος βασιλικής οικογένειας
2. τίτλος ανώτατου άρχοντα ανεξάρτητης ή υποτελούς χώρας («ο πρίγκιπας του Μονακό»)
3. ανώτατος ή ανώτερος αξιωματούχος τών παραδουνάβιων ηγεμονιών, που διατηρούσε τον τίτλο αυτό ώς τον θάνατό του (α. «οι πρίγκιπες Αλέξανδρος και Δημήτριος Υψηλάντης» β. «ο πρίγκιπας Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος»)
4. μτφ. ο πιο ικανός ή επιφανής, ο άριστος ανάμεσα σε ομοίους του («πρίγκιπας τών συγγραφέων»)
5. το θηλ. πριγκίπισσα και πριγκιπέσσα
α) σύζυγος ή κόρη πρίγκιπα ή κόρη βασιλιά
β) μτφ. αριστοκράτισσα
μσν.-αρχ.
αυτοκρατορικός υπάλληλος, ο επικεφαλής ομάδας κρατικών υπηρεσιών
αρχ.
στον πληθ. οἱ πρίγκιπες
(στους Ρωμαίους) οι πιο ακμαίοι ως προς την ηλικία στρατιώτες της ρωμαϊκής λεγεώνας που καταλάμβαναν το μέσον της παράταξης, η οποία συγκροτούνταν με κριτήριο την ηλικία, δηλαδή μεταξύ τών αστάτων και τών τριαριών («τοὺς δὲ ἀκμαιοτάτους ταῖς ἡλικίαις εἰς τοὺς πρίγκιπας», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. princeps, -ipis «άρχοντας» (< λατ. primus «πρώτος» + capio «πιάνω»). Η γρφ. πρίγκηπας δεν θεωρείται ορθή (πρβλ. και τη γρφ. κώδηξ της λ. κώδιξ, -ικος < λατ. codex, -icis)].