πρεσβυγένεθλος
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
English (LSJ)
πρεσβυγένεθλον, = πρεσβυγενής, Orph.H.4.2.
German (Pape)
[Seite 699] = πρεσβυγενής, Orph. H. 3, 2.
Greek (Liddell-Scott)
πρεσβῠγένεθλος: ον,= πρεσβυγενής, Ὀρφ. Ὕμν. 3. 2.
Greek Monolingual
-ον, Α
πρεσβυγενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς + -γένεθλος (< γένεθλον), πρβλ. αριστογένεθλος].