προβίβημι

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source

French (Bailly abrégé)

seul. part. prés. épq. προβιβάς;
c. προβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

προβίβημι: (только part. praes. προβιβάς) Hom. = προβαίνω.