προβιβρώσκω

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβιβρώσκω Medium diacritics: προβιβρώσκω Low diacritics: προβιβρώσκω Capitals: ΠΡΟΒΙΒΡΩΣΚΩ
Transliteration A: probibrṓskō Transliteration B: probibrōskō Transliteration C: provivrosko Beta Code: probibrw/skw

English (LSJ)

eat first, ἢν -βεβρώκῃ ὥνθρωπος Aret.SA2.2:—Pass., προβρωθέντα φύλλα Dsc.3.45, cf. 1.125.

German (Pape)

[Seite 711] (s. βιβρώσκω), vorher essen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προβιβρώσκω: βιβρώσκω, καταβροχθίζω πρότερον, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Νούσ. 2. 2.

Greek Monolingual

Α
καταβροχθίζω εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + βιβρώσκω «τρώγω»].