προβοσκίδα

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source

Greek Monolingual

η / προβοσκίς, -ίδος, ΝΜΑ
(σε διάφορα ζώα ή έντομα) εμφανής σαρκώδης προεκβολή από το πρόσθιο μέρος της κεφαλής κατάλληλη για την εύρεση ή και τη λήψη τροφής, όπως είναι λ.χ. η σωληνοειδής προέκταση της μύτης του ελέφαντα, το ρύγχος του ταπίρου και το μυζητικό όργανο του κουνουπιού
αρχ.
στον πληθ. αἱ προβοσκίδες
οι δύο μακροί πλόκαμοι της σουπιάς και της τενθίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -βοσκίς, βοσκίδος (< βόσκω), πρβλ. επιβοσκίς].

Translations

trunk

Albanian: feçkë; Arabic: خُرْطُوم‎; Armenian: կնճիթ; Assamese: শুঁৰ; Azerbaijani: xortum; Bashkir: морон; Belarusian: хобат; Bulgarian: хобот; Burmese: နှာမောင်း; Catalan: trompa; Chichewa: chitamba; Chinese Mandarin: 象鼻子, 鼻子, 象鼻, 長鼻, 长鼻; Czech: chobot; Danish: snabel; Dutch: slurf; Early Assamese: শুণ্ড; Erzya: судокс; Esperanto: rostro; Finnish: kärsä; French: trompe; Galician: trompa; German: Rüssel; Greek: προβοσκίδα; Ancient Greek: μυκτήρ, προβοσκίς; Gujarati: સુંઢ; Hebrew: חֵדֶק‎; Hindi: सूंड; Hungarian: ormány; Ido: rostro; Indonesian: belalai; Italian: proboscide; Japanese: 鼻; Kazakh: тұмсық, пілтұмсық; Khmer: ប្រមោយ, ហត្ថ, ដៃ, ម៉ោងជាង; Korean: 코; Kumyk: хонта; Kyrgyz: тумшук; Lao: ງວງ, ກອນ; Latgalian: šņucs; Latin: proboscis; Latvian: snuķis; Macedonian: сурла; Malay: belalai; Maori: ihuroa, ihutotoro; Mongolian Cyrillic: хамар, хошуу; Mongolian: ᠬᠠᠪᠠᠷ, ᠬᠣᠰᠢᠭᠤ; Norwegian Bokmål: snabel; Nynorsk: snabel; Persian: خرطوم‎, شنگ‎; Polish: trąba; Portuguese: tromba; Romanian: trompă; Russian: хобот; Scottish Gaelic: sròn; Serbo-Croatian Cyrillic: сурла; Roman: surla; Slovak: chobot; Slovene: rilec; Spanish: trompa; Swedish: snabel; Tagalog: bulalay; Tajik: хартум; Tatar: томшык; Telugu: తొండము; Thai: งวง; Turkish: hortum; Turkmen: hortum; Ukrainian: хобот; Urdu: سونڈ‎; Uzbek: xartum; Vietnamese: vòi voi, vòi; Welsh: trwnc; Zazaki: xortım