προεγγυεύω
From LSJ
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
- προεγγυεύω, only in Dor. form πρωγγυεύω, pf. inf. πεπρωγγυευκῆμεν, = προεγγυάομαι (furnish security, guarantee), Tab.Heracl. 1.155.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. πρωγγυεύω) Α
εγγυώμαι εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐγγυεύω, άλλος τ. του ἐγγυῶ «υπόσχομαι, εγγυώμαι»].