προηγητήρ
From LSJ
ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul
English (LSJ)
προηγητῆρος, ὁ, = προηγητής (one who goes before to show the way, guide, one who conducts the bride's car in her procession), E. Ba. 1159 (lyr.), Ph. 2.107.
German (Pape)
[Seite 723] ῆρος, ὁ, = Folgdm, ταῦρον προηγητῆρα ξυμφορᾶς ἔχων Eur. Bacch. 1157.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, θηλ. προηγήτειρα Α
προηγητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προηγοῦμαι + επίθημα -τήρ (πρβλ. ἡγητήρ)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προηγητήρ -ῆρος, ὁ [προηγέομαι] leider.
Russian (Dvoretsky)
προηγητήρ: ῆρος ὁ Eur. = προηγητής.