προκάρδιον
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
τό, pit of the stomach, Ruf.Onom.95, Id.(?)ap.Orib. inc.6.27, Poll.2.164, 165.
German (Pape)
[Seite 728] τό, die Herzgrube in der Gegend des Magenmundes, Poll. 2, 164.
Greek (Liddell-Scott)
προκάρδιον: τό, «προκάρδιον δὲ τὸ ὑπὸ τῷ στήθει ἔγκοιλον μαλακὸν καὶ σαρκῶδες, κατὰ τὸ στόμα τῆς κοιλίας» Πολυδ. Β΄, 164, 165· = αἱ φρένες ἐν τῇ ἀνατομικῇ, Ροῦφ. παρ’ Ὀρειβ. ΙΙΙ, 389, 13.