προπιστόομαι
From LSJ
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
English (LSJ)
Pass., to be made credible before, pf. προπεπίστωμαι S.E.P.1.116, M.8.122,261; ἐκ φαινομένου π. τὸ ἄδηλον ib.62.
Greek (Liddell-Scott)
προπιστόομαι: γίνομαι πιστευτὸς πρότερον, πρκμ. προπεπίστωμαι Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 116, π. Μ. 8. 62, 122, 261.