προπιστόομαι

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπιστόομαι Medium diacritics: προπιστόομαι Low diacritics: προπιστόομαι Capitals: ΠΡΟΠΙΣΤΟΟΜΑΙ
Transliteration A: propistóomai Transliteration B: propistoomai Transliteration C: propistoomai Beta Code: propisto/omai

English (LSJ)

Pass., to be made credible before, pf. προπεπίστωμαι S.E.P.1.116, M.8.122,261; ἐκ φαινομένου π. τὸ ἄδηλον ib.62.

Greek (Liddell-Scott)

προπιστόομαι: γίνομαι πιστευτὸς πρότερον, πρκμ. προπεπίστωμαι Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 116, π. Μ. 8. 62, 122, 261.