προσάρτηση

From LSJ

καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers

Source

Greek Monolingual

η / προσάρτησις, -ήσεως, ΝΑ, ιων. τ. γεν. -ήσιος, Α προσαρτῶ
προσκόλληση, προσθήκη
νεοελλ.
η μονομερής πράξη ενός κράτους να υπαγάγει στην εδαφική του κυριαρχία εδάφη που διατελούσαν υπό καθεστώς ανεξαρτησίας, που δεν υπάγονταν στην κυριαρχία άλλου κράτους, που διατελούσαν υπό καθεστώς προτεκτοράτου ή που υπάγονταν στην κυριαρχία άλλου κράτους
αρχ.
(για μυώνες) το μέρος όπου γίνεται η προσκόλληση.