προσανακόπτω
From LSJ
Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan
English (LSJ)
beat up in addition, τῇ σπάθῃ τὸ φάρμακον Damocr. ap. Gal.13.823.
Greek Monolingual
Α
αναταράσσω κάτι επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀνακόπτω «σπρώχνω, απωθώ»].