προσαντίσχω
From LSJ
Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht
English (LSJ)
= προσαντέχω, Plb.11.21.4.
Greek Monolingual
Α
προσαντέχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀντίσχω, άλλος τ. του ἀντέχω.