Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
-άω, Α
1. έρχομαι προκειμένου να συναντήσω κάποιον
2. (για χειρουργικό εργαλείο) φτάνω
3. μτφ. αντιτάσσομαι σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀπαντῶ «αναζητώ, συναντώ, αντιμετωπίζω»].