προσείδομαι

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

Russian (Dvoretsky)

προσείδομαι: pass. к * προσείδω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσείδομαι gelijken op.