προσείλημα

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσείλημα Medium diacritics: προσείλημα Low diacritics: προσείλημα Capitals: ΠΡΟΣΕΙΛΗΜΑ
Transliteration A: proseílēma Transliteration B: proseilēma Transliteration C: proseilima Beta Code: prosei/lhma

English (LSJ)

-ατος, τό, wrapping, κεφαλῆς, i.e. turban, Creon 1.

Greek Monolingual

-είματος, τὸ, Α
1. αυτό με το οποίο καλύπτει κανείς κάτι, περικάλυμμα, περιτύλιγμα
2. φρ. «προσείλημα κεφαλῆς» — σαρίκι, τουρμπάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + εἴλημα «κάλυμμα»].