προσείλημα
From LSJ
English (LSJ)
-ατος, τό, wrapping, κεφαλῆς, i.e. turban, Creon 1.
Greek Monolingual
-είματος, τὸ, Α
1. αυτό με το οποίο καλύπτει κανείς κάτι, περικάλυμμα, περιτύλιγμα
2. φρ. «προσείλημα κεφαλῆς» — σαρίκι, τουρμπάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + εἴλημα «κάλυμμα»].