προσεικώς
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
French (Bailly abrégé)
υῖα, ός;
v. προσείκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσεικώς ptc. perf. act. van προσέοικα.
Russian (Dvoretsky)
προσεικώς: υῖα, ός part. к * προσείκω.