προσκάθισις
From LSJ
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
English (LSJ)
-εως, ἡ, sitting by or sitting near, v.l. for προκάθισις in Plu.2.166a (pl.).
German (Pape)
[Seite 767] ἡ, das Dabeisitzen, Plut. de superst. 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de s'asseoir auprès.
Étymologie: προσκαθίζω.
Russian (Dvoretsky)
προσκάθισις: εως ἡ сидение, просиживание Plut.
Greek (Liddell-Scott)
προσκάθῐσις: -εως, ἡ, τὸ καθῆσαι πλησίον, Πλούτ. 2. 166Α.
Greek Monolingual
-ίσεως, Α προσκαθίζω
το να κάθεται κανείς κοντά σε κάποιον, δίπλα σε κάποιον.