προσκυρώνω

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source

Greek Monolingual

προσκυρῶ, -όω, ΝΜΑ κυρῶ
επικυρώνω, βεβαιώνω επιπροσθέτως
νεοελλ.
(νομ.) (για δικαστική αρχή) δίνω σε κάποιον την κυριότητα ενός πράγματος αφαιρώντας το αναγκαστικά από άλλον
αρχ.
παθ. προσκυροῦμαι, -όομαι
περιβάλλομαι με κύρος.