προσσπαστικός

From LSJ

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source

German (Pape)

[Seite 780] ή, όν, heranziehend, Arist. H. A. 10, 3, öfter.

Russian (Dvoretsky)

προσσπαστικός: притягивающий Arst.

Greek (Liddell-Scott)

προσσπαστικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων δύναμιν ἑλκυστικήν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 3 καὶ 13.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που έχει τη δύναμη ή την ικανότητα να έλκει, να σύρει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + σπαστικός (< σπῶ «έλκω, σύρω»)].