οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
Ν
1. μαθαίνω κάτι για πρώτη φορά ή αρχίζω να μαθαίνω κάτι
2. μαθαίνω, πληροφορούμαι κάτι πρώτος.