πρωτομηνία

From LSJ

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτομηνία Medium diacritics: πρωτομηνία Low diacritics: πρωτομηνία Capitals: ΠΡΩΤΟΜΗΝΙΑ
Transliteration A: prōtomēnía Transliteration B: prōtomēnia Transliteration C: protominia Beta Code: prwtomhni/a

English (LSJ)

only in Dor. form πρᾱτομηνία (q.v.).

Greek Monolingual

η / πρωτομηνία, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πρατομηνία Α
η πρώτη μέρα κάθε μήνα, αρχιμηνιά
μσν.
μέρα που ως αρχή νέας χρονικής περιόδου περιβάλλεται από ορισμένες συνήθειες που, κατά την παράδοση, μπορούν να επηρεάσουν την αίσια έκβασή της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -μηνία (< -μηνός < μήν, μηνός)].