πρωτόζευκτος

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόζευκτος Medium diacritics: πρωτόζευκτος Low diacritics: πρωτόζευκτος Capitals: ΠΡΩΤΟΖΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: prōtózeuktos Transliteration B: prōtozeuktos Transliteration C: protozefktos Beta Code: prwto/zeuktos

English (LSJ)

πρωτόζευκτον, newly married, EM17.54.

German (Pape)

[Seite 805] zuerst zusammen od. ins Joch gespannt, E. M.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόζευκτος: -ον, ὁ νεωστὶ εἰς γάμον ἐλθών, Ἐτυμολ. Μέγ. 17. 56.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτός που μόλις παντρεύτηκε ή αυτός που παντρεύτηκε για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + ζευκτός (< ζεύγνυμι)].