πρωτόζευκτος
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
English (LSJ)
πρωτόζευκτον, newly married, EM17.54.
German (Pape)
[Seite 805] zuerst zusammen od. ins Joch gespannt, E. M.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόζευκτος: -ον, ὁ νεωστὶ εἰς γάμον ἐλθών, Ἐτυμολ. Μέγ. 17. 56.
Greek Monolingual
-ον, Α
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτός που μόλις παντρεύτηκε ή αυτός που παντρεύτηκε για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + ζευκτός (< ζεύγνυμι)].