πρόστιμον
οὐ γὰρ γίνονται ἐκπλήξιες τῆς γνώμης οὔτε μετάστασις ἰσχυρὴ τοῦ σώματος → therefore, they experience no mental anxiety and no physical shocks
English (LSJ)
τό,
A penalty, fine, Hp.Lex 1, PHib.1.41.9 (iii B.C.), SIG976.76 (Samos, ii B.C.), Plb.1.17.11, IG7.2872 (Coronea), BMus.Inscr.481*.245 (Ephesus, ii A.D.); τὰ π. τῆς ὑπερηφανίας LXX 2 Ma.7.36; τοιάδε τοῖς κακῶς βουλευομένοις δίδωσι τὰ π. ἡ δίκη Ael.Fr.237 (glossed by ἐπίχειρα ap. Suid.).
2 π. μεταφυτείας licence-fee for alteration of crop, etc., Ostr.Bodl.1.89 (ii B.C.), cf. PAmh.2.31.3 (ii B.C.), POxy.1032.12 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 783] τό, die vom Gesetz od. vom Richter aufgelegte, zuerkannte Strafe, Pol. 2, 56, 15 u. oft, wie Luc. gymn. 21.
Greek (Liddell-Scott)
πρόστῑμον: τό. (τιμὴ) ἡ κατ’ ἀπόφασιν δικαστικὴν ἐπιβληθεῖσα χρηματικὴ ποινή, Ἱππ. 2. 3, Πολύβ. 1. 17, 11, Keil Ἐπιγραφ. Βοιωτ. σ. 89. 2) ἀνταμοιβή, Ἀθανάσ., Σουΐδ.
Russian (Dvoretsky)
πρόστῑμον: τό назначенное по закону наказание Polyb., Luc.