πρότυπα

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

Greek (Liddell-Scott)

πρότυπα: τά, προεξέχουσαι εἰκόνες, οἷον λεόντων κεφαλαὶ κατὰ τὰς ἄκρας τῆς συναρμογῆς κεράμων, Λατ. antefixa, Πλίν. 35. 43· πρβλ. πρόστυπος. ― Κατὰ τὸ Λεξ. Ἀρχ. Α. Ρ. Ραγκαβῆ: «πρότυπον, τύπος κοῖλος ἐκ ξύλου ἢ γῆς ὀπτῆς, δι’ οὗ ἐνειργασμένον ἀνάγλυφον ἀπετυποῦτο εἰς πολλὰ ἀντίτυπα ἐκ πηλοῦ».