πρώτειος

From LSJ

Πένης ὑπάρχων μὴ φρόνει τὰ πλουσίων → In paupertate spiritus fuge divitum → Als Armer pflege nicht der Reichen Denkungsart

Menander, Monostichoi, 454
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρώτειος Medium diacritics: πρώτειος Low diacritics: πρώτειος Capitals: ΠΡΩΤΕΙΟΣ
Transliteration A: prṓteios Transliteration B: prōteios Transliteration C: proteios Beta Code: prw/teios

English (LSJ)

α, ον, of the first quality, μέταξα Lyd.Mag.2.4; οἶνος Orib.5.33.4, cf. Aët.12.55, PLond.5.1764 (vi A.D.).

Greek Monolingual

ή πρωτεῖος, -εία, -ον, Α πρωτεῖον
(για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που κατέχει την πρώτη θέση, που ξεχωρίζει για την ποιότητά του, ο έξοχος (α. «πρωτείου δούλου τιμὴν κατέβαλε», Ιωάνν. Χρυσ.
β. «καὶ τὰ ἴσα σοι παρασχεῖν ἐν πρωτείῳ οἴνῳ», πάπ.).