πτίλωμα

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337

Greek Monolingual

το, Ν
το σύνολο τών πτίλων ενός πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτίλον + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πτέρωμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].